- πυρροκόμης
- πυρρο-κόμης, ου, ὁ,= foreg., Sch.D Il.2.642.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρροκόμης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρροκόμης — ὁ, Α ο πυρρότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κόμης (< κόμη), πρβλ. ξανθο κόμης] … Dictionary of Greek